|
![]() |
|
ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ Όλο τον χρόνο βρίσκονταν κάτω απ’ τη γη και ζήλευαν τον απάνω κόσμο. Έτσι, τις ημέρες του Δωδεκαημέρου τριγυρνούσαν ανάμεσα στους ανθρώπους και έκαναν ό,τι σκανταλιά μπορούσε να φανταστεί ο νους του καθενός: πείραζαν και χτύπαγαν τους ανθρώπους τα βράδια, ανέβαιναν στις στέγες και έσπαγαν (με τα χοροπηδητά τους) τα κεραμίδια, καμιά φορά έμπαιναν μέσα από την καμινάδα και έτρωγαν όσα γλυκά δεν ήταν κρυμμένα και έκαναν κι ένα σωρό ζημιές. Γι’ αυτό οι νοικοκυραίοι για να προστατευθούν, απ’ τη μια, δεν έβγαιναν έξω τα βράδια κι απ’ την άλλη, στα σπίτια μέσα άναβαν φωτιά στο τζάκι τους που δεν έσβηνε όλο το Δωδεκαήμερο για να κρατήσουν τους καλικάντζαρους μακριά. Για την κακιά στιγμή όμως που θα έμπαιναν, οι νοικοκυρές είχαν σ’ ένα σημείο που να φαίνεται ένα πιάτο με τηγανίτες να φάνε αυτές, να χορτάσουν και να μην μαγαρίσουν τα άλλα γλυκά. Αυτά γίνονταν τις δώδεκα ημέρες, από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Καθώς γυρνούσαν όμως στον κάτω κόσμο, το δέντρο που στήριζε τη γη στο μεταξύ είχε ξαναθρέψει τελείως. Έτσι ξεκινούσαν πάλι από την αρχή το ροκάνισμα μέχρι να ξανάρθουν τα επόμενα Χριστούγεννα και να ξανανέβουν στη γη. Και η ιστορία αυτή συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας όπου δεν πιστεύουν και
πολλοί στους καλικάντζαρους. Ειρήνη Ταφραλή, ΣΤ΄
|
||
|